- σιγαλόεις
- -εσσα, -εν, Α(επικ. τ.)1. (ιδίως για γυναικεία ενδύματα διακοσμημένα, κεντημένα, με πολλά και λαμπερά χρώματα) λείος, στιλπνός, γυαλιστερός («χιτῶνα... σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.)2. (για τους χαλινούς τών αλόγων) αυτός που λάμπει από τα μεταλλικά κοσμήματα που έχει («ἡνία σιγαλόεντα», Ομ. Ιλ.)3. (για διαμερίσματα καθώς και για οικιακά έπιπλα ή σκεύη) αυτός που έχει πλούσια διακόσμηση, πολυτελής («ὑπερώϊα σιγαλόεντα», Ομ. Οδ.)4. λιπαρός, ελαιώδης («ἀμύγδαλα σιγαλόεντα», Έρμιππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για επικό επίθ. άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, με αφορμή τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. γελεῖνλάμπειν, η λ. έχει σχηματιστεί από θ. γαλ- (πρβλ. γαλήνη) με επιτατικό πρόθημα σι- (πρβλ. Σί-συφος) και κατάλ. -όεις*. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι, αν και πρόκειται για επικό επίθ., τα παράγωγά του (πρβλ. σιγαλῶ, σιγάλωμα) αποτέλεσαν τεχνικούς όρους. Κατ' άλλους, τέλος, πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. πελασγική].
Dictionary of Greek. 2013.